Ετυμολογία

επεξεργασία

χήνειος < χήνα

  Επίθετο

επεξεργασία

χήνειος, α, ον ( & ιωνικός τύποςχήνεος,η,ον)

χήνεια ἥπατα (αρχαιοελληνικό γκουρμέ)