Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτίκια < φως

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτίκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα βαφτιστικά ρούχα ενός μωρού (επειδή με τη βάφτιση δέχεται το θείο φως)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία