φωλιάσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φωλιάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φωλιάζω
- θα φωλιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φωλιάζω
φωλιάσουμε