φωλεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωλεύω < αρχαία ελληνική φωλεύω (φωλιάζω, κρύβομαι) < φωλεά
Ρήμα
επεξεργασίαφωλεύω
- φωλιάζω για να νιώθω προστευμένος, αλλά έχω και το νου μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωλεύω
|
φωλεύω
|