Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσικῷ τῷ λόγῳ < αρχαία ελληνική φυσικῷ τῷ λόγῳ

  Έκφραση επεξεργασία

φυσικῷ τῷ λόγῳ

  Μεταφράσεις επεξεργασία