Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φυγοπονήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φυγοπονώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυγοπονώ
  3. θα φυγοπονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυγοπονώ