Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

φρονιμέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φρονιμεύω
  2. θα φρονιμέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φρονιμεύω