Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρενοπαθολογικῶς < φρενοπαθολογικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

φρενοπαθολογικῶς

  Πηγές επεξεργασία