Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φραγκέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φραγκεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φραγκεύω
  3. θα φραγκέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φραγκεύω