φοροδιαφύγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφοροδιαφύγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φοροδιαφεύγω
- θα φοροδιαφύγω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φοροδιαφεύγω
φοροδιαφύγω