Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φοροδιαφύγουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φοροδιαφεύγω
  2. θα φοροδιαφύγουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φοροδιαφεύγω