Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φοιτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φοιτώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φοιτώ
  3. θα φοιτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φοιτώ