Ετυμολογία

επεξεργασία
φλοκιάζω < φλόκ(ι) + -ιάζω

φλοκιάζω, πρτ.: φλόκιαζα, αόρ.: φλόκιασα (χωρίς παθητική φωνή)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία