Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

το φιτιλάτο (el) ουδέτερο

  • παλαιού τύπου όπλο


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

το φιτιλάτο (el) ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία