Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

φιλοκαλοῦμεν

  1. α΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος φιλοκαλέω
    φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας