Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φιλοκαλοῦμεν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
φιλοκαλοῦμεν
α΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος
φιλοκαλέω
φιλοκαλοῦμέν
τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας