Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλιότσος < ιταλική figlioccio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλιότσος αρσενικό (αλλά και ουδέτερο: φιλιότσο)

  • βαφτιστικός, αναδεξιμιός
    ※  Μια φορά κι έναν καιρό ήτονε ‘νας γέρος και του ζητήξανε να βαφτίσει ένα γ-κοπέλι. Πραγματικά ο γέρος εδέχτηκε και το βάφτισε. Όντεν ετελείωσε το μυστήριο ο σάντολος έδωκε την ευκή ν-του στον καινούργιο φιλιότσο να του μοιάσει. (Ο φιλιότσος [1])