Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φιλιότσος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φιλιότσος
<
ιταλική
figlioccio
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φιλιότσος
αρσενικό
(αλλά και ουδέτερο:
φιλιότσο
)
βαφτιστικός
,
αναδεξιμιός
※
Μια φορά κι έναν καιρό ήτονε ‘νας γέρος και του ζητήξανε να βαφτίσει ένα γ-κοπέλι. Πραγματικά ο γέρος εδέχτηκε και το βάφτισε. Όντεν ετελείωσε το μυστήριο ο
σάντολος
έδωκε την ευκή ν-του στον καινούργιο
φιλιότσο
να του μοιάσει.
(Ο φιλιότσος
[1]
)