Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάντολος < ιταλική santolo (νονός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάντολος αρσενικό

※  Μια φορά κι έναν καιρό ήτονε ‘νας γέρος και του ζητήξανε να βαφτίσει ένα γ-κοπέλι. Πραγματικά ο γέρος εδέχτηκε και το βάφτισε. Όντεν ετελείωσε το μυστήριο ο σάντολος έδωκε την ευκή ν-του στον καινούργιο φιλιότσο να του μοιάσει. (Ο φιλιότσος [1])