Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλακόλουθος < φίλος και ἀκόλουθος

  Επίθετο επεξεργασία

φιλακόλουθος, ος, ον

  • που ακολουθεί με προθυμία