φεγγοβολήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φεγγοβολήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φεγγοβολώ
- θα φεγγοβολήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φεγγοβολώ