Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασουλάκια, πληθυντικός του φασουλάκι < υποκοριστικό του φασούλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φασουλάκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό