φανταστεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφανταστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φαντάζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαντάζομαι
- θα φανταστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαντάζομαι