Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλκίδευσις < → δείτε τη λέξη φαλκίδευση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαλκίδευσις θηλυκό