Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόδικας < υποδιοικητής: εσωτερικό ακουστικό δάνειο /ipoðiik/ με απλοποίηση των δύο /ii/ και τονισμό κατά το υπόδικος + κατάληξη -ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπόδικας αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία