υπόδικας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπόδικας < υποδιοικητής: εσωτερικό ακουστικό δάνειο /ipoðiik/ με απλοποίηση των δύο /ii/ και τονισμό κατά το υπόδικος + κατάληξη -ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπόδικας αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) ο υποδιοικητής
- ⮡ Έχουμε έναν υπόδικα πολύ αυστηρό.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- δίκας (αργκό)