υποθερμάνεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυποθερμάνεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποθερμαίνω
- θα υποθερμάνεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποθερμαίνω
υποθερμάνεις