Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποθεμέλιος < υπο- + θεμέλιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποθεμέλιος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία