Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υποβοηθήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποβοηθώ
  2. θα υποβοηθήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποβοηθώ