υποβοηθήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υποβοηθήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποβοηθώ
- θα υποβοηθήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποβοηθώ
υποβοηθήσουν