Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υποβοηθήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υποβοηθώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποβοηθώ
  3. θα υποβοηθήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποβοηθώ