Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπνώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπνώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπνώνω
  3. θα υπνώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπνώνω