Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπερβάλει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπερβάλλω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερβάλλω
  3. θα υπερβάλει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερβάλλω