υπαστυνόμος Β'
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπαστυνόμος Β' < → δείτε τη λέξη υπαστυνόμος
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαυπαστυνόμος Β' αρσενικό
- (βαθμός αστυνομίας) κατώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας με βαθμό ανώτερο του ανθυπαστυνόμου και κατώτερο του Υπαστυνόμου Α'. Οι υπαστυνόμοι Β' προέρχονται είτε απ'ευθείας από την Σχολή Αξιωματικών της ΕΛΑΣ είτε από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ).
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπαστυνόμος Β'
|