Ετυμολογία

επεξεργασία
υπαστυνόμος Β' < → δείτε τη λέξη  υπαστυνόμος

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

υπαστυνόμος Β' αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία