υπανδρεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υπανδρεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπανδρεύω
- θα υπανδρεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπανδρεύω