υπαγάγει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπαγάγει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπάγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπάγω
- θα υπαγάγει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπάγω