Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υδρογονώσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υδρογονώνω
  2. θα υδρογονώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υδρογονώνω