υδρογονώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υδρογονώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υδρογονώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υδρογονώνω
- θα υδρογονώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υδρογονώνω