Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υδρογονώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υδρογονώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υδρογονώνω
  3. θα υδρογονώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υδρογονώνω