Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυφλώττω < τυφλός + επίθημα -ώττω, δηλωτικό ασθένειας

  Ρήμα επεξεργασία

τυφλώττω

  1. είμαι τυφλός
  2. (μεταφορικά) εθελοτυφλώ, κάνω τα στραβά μάτια

  Πηγές επεξεργασία