Ετυμολογία

επεξεργασία
τυφλώττω < τυφλός + επίθημα -ώττω, δηλωτικό ασθένειας

τυφλώττω

  1. είμαι τυφλός
  2. (μεταφορικά) εθελοτυφλώ, κάνω τα στραβά μάτια