Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τυραννήσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τυραννώ
  2. θα τυραννήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τυραννώ