τυραννήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τυραννήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τυραννώ
- θα τυραννήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τυραννώ
τυραννήσετε