τυλώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τυλώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατυλώδης, -ης, -ες
- με τύλους, κάλους
- ※ Και εγερθείσα ώθησε την τράπεζαν βιαίως με τας χονδράς και τυλώδεις χείρας της. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τυλώδης
|