Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τσιμπηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσιμπιέμαι
  2. θα τσιμπηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσιμπιέμαι