τσιμπηθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατσιμπηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τσιμπιέμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσιμπιέμαι
- θα τσιμπηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσιμπιέμαι