Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιλιμπουρδίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

τσιλιμπουρδίζω

  • ερωτοτροπώ ελεύθερα με διάφορους ερωτικούς συντρόφους

  Μεταφράσεις επεξεργασία