τσίτος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσίτος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσίτος αρσενικό
- κριθαράκι ματιού
- ※ 17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Γ', στίχ. 183 @anemi.lib.uoc.gr
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- τσίτους (αιτιατική πληθυντικού)