τσίκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσίκο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
- ο μικρός, ο νεαρός, το πιτσιρίκι
- οι μικρής ηλικίας ποδοσφαιριστές μιας ομάδας, οι οποίοι ανήκουν στο παιδικό και σπανιότερα στο εφηβικό της τμήμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσίκο
|