Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρομερῶς < αρχαία ελληνική τρομερ(ός) (που τρέμει) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

τρομερῶς

  Πηγές επεξεργασία