τρομερῶς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρομερῶς < αρχαία ελληνική τρομερ(ός) (που τρέμει) + -ῶς
Επίρρημα επεξεργασία
τρομερῶς
Πηγές επεξεργασία
- τρομερῶς - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)