Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρεχάτα < τρεχάτος

  Επίρρημα επεξεργασία

τρεχάτα

  1. τρέχοντας
  2. (συνεκδοχικά) βιαστικά


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία