Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρέχω και δε φτάνω < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

τρέχω και δε φτάνω

  1. δεν καταφέρνω, δεν προλαβαίνω να κάνω όλες τις δουλειές που έχω ή να καλύψω όλες τις ανάγκες μου παρόλο που προσπαθώ όσο πιο έντονα γίνεται
  2. είμαι πάρα πολύ απασχολημένος, έχω πάρα πολλές δουλειές να κάνω και δεν έχω ελεύθερο χρόνο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία