τουρκοκρατηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατουρκοκρατηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τουρκοκρατούμαι
- θα τουρκοκρατηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τουρκοκρατούμαι