τουαλεταριστώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατουαλεταριστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τουαλεταρίζομαι
- θα τουαλεταριστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τουαλεταρίζομαι