Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τουαλεταριστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τουαλεταρίζομαι
  2. θα τουαλεταριστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τουαλεταρίζομαι