Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τουαλεταριστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τουαλεταρίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τουαλεταρίζομαι
  3. θα τουαλεταριστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τουαλεταρίζομαι