τονάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τονάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tonnage[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατονάζ ουδέτερο άκλιτο
- (συνήθως για πλοία) η χωρητικότητα σε τόννους
Μεταφράσεις
επεξεργασία τονάζ
|
- ↑ τονάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας