Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τονάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tonnage[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τονάζ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία